Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το φλέγον ζήτημα

  • 1 вопрос

    вопрос
    м
    1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:
    задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
    2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
    спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
    3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
    аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вопрос

  • 2 больной

    больной άρρωστος ◇ \больнойое место το τρωτό' \больной вопрос το φλέγον ζήτημα
    * * *
    ••

    больно́е ме́сто — το τρωτό

    больно́й вопро́с — το φλέγον ζήτημα

    Русско-греческий словарь > больной

  • 3 злободневный

    злободневный επίκαιρος \злободневный вопрос το φλέγον ζήτημα
    * * *

    злободне́вный вопро́с — το φλέγον ζήτημα

    Русско-греческий словарь > злободневный

  • 4 неотложный

    неотложный: \неотложныйая помощь η πρώτη βοήθεια· \неотложный вопрос το φλέγον ζήτημα· \неотложныйое дело η επείγουσα υπόθεση
    * * *

    неотло́жная по́мощь — η πρώτη βοήθεια

    неотло́жный вопро́с — το φλέγον ζήτημα

    неотло́жное де́ло — η επείγουσα υπόθεση

    Русско-греческий словарь > неотложный

  • 5 больной

    больи||ой
    1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων
    2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:
    \больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;
    3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:
    прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον.

    Русско-новогреческий словарь > больной

  • 6 злободнеаный

    злободнеан||ый
    прил ἐπίμαχος, ἐπίκαιρος:
    \злободнеаныйый вопрос τό ἐπίκαιρον (или τό φλέγον) ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > злободнеаный

  • 7 больной

    επ., βρ: болен, -льна, -льно
    1. άρρωστος, ασθενής•

    больной старик άρρωστος γέρος.

    || μτφ. αρρωστιάρικος•

    -ое воображение αρρωστιάρικη φαντασία.

    2. ουσ. άρρωστος, ασθενής•

    навестить –го επισκέπτομαι ασθενή•

    прием -ых εξέταση (περιλαβή) ασθενών•

    тяжело βαριά άρρωστος.

    || πονεμένος•

    больной палец πονεμένο δάχτυλο.

    εκφρ.
    больной вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ое место – νευραλγικό σημείο•
    с -ой головы на здоровую (сваливать) – τα φορτώνω (τά ρίχνω)όλα τα βάρη στον αθώο.

    Большой русско-греческий словарь > больной

  • 8 жгучий

    επ., βρ: жгуч, -а, -е
    1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•

    жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•

    -ее солнце καυτερός ήλιος.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    -ее перец καυτερή πιπεριά.

    || δυνατός• ανυπόφορος•

    -ая боль σουβλερός πόνος•

    жгучий мороз τσουχτερό κρύο.

    2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•

    жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•

    -ая тоска καημός, μαράζι•

    -ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•

    -ые слезы καυτά δάκρυα•

    -ая обида βαριά προσβολή•

    -ее впечатление αλγεινή εντύπωση•

    жгучий взгляд φλογερή ματιά.

    εκφρ.
    жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•
    - ая сатира – δη-τική σάτυρα•
    жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > жгучий

  • 9 животрепещущий

    επ.
    σπαρταριστός•

    -ая рыба σπαρταριστό ψάρι..

    (αστ.) που τρίζει,ταλαντευόμενος, ετοιμόρροπος. || μτφ. φλέγων, επίκαιρος, επίμαχος• συνταρακτικός•

    животрепещущий вопрос φλέγον ζήτημα•

    -ая тема επίκαιρο θέμα•

    -ие новости συνταρακτικές ειδήσεις (νέα).

    Большой русско-греческий словарь > животрепещущий

  • 10 злоба

    θ.
    κακία, μοχθηρία, μνησικακία•

    питать -у против кого-н. τρέφω κακία για κάποιον•

    затаить -у κρύβω την κακία.

    εκφρ.
    злоба дня – το κύρι,ο θέμα της μέρας•
    на -у дня – το φλέγον ζήτημα•
    дышать -ой – σκάζω από το•
    иаио, – πνίγομαι από την οργή.

    Большой русско-греческий словарь > злоба

  • 11 злободневный

    επ.
    επίμαχος, επίκαιρος, κύριος, πρώτιστος• φλέγων•

    злободневный вопрос φλέγον ζήτημα•

    -ая тема το κύριο θέμα της μέρας•

    -ы6 события τα πρόσφατα σοβαρά γεγονότα.

    Большой русско-греческий словарь > злободневный

  • 12 насущный

    επ. βρ: -шен, -шна, -шно
    ζωτικός, επείγων, άμεσος, φλέγων απαραίτητος, αναγκαιότατος•

    насущный вопрос φλέγον ζήτημα•

    -ые задачи επείγοντα καθήκοντα•

    насущный хлеб ο επιούσιος άρτος•

    -ые потребности οι απαραίτητες ανάγκες.

    Большой русско-греческий словарь > насущный

  • 13 злоба

    злоб||а
    ж ἡ κακία, ἡ Εχθρα, τό μίσος:
    по \злобае ἀπό μίσος, ἀπό ἔχθρα· питать \злобау против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, ἐχθρεύομαι κάποιον ◊ на \злобау дня τό φλέγον, τό ἐπίμαχον ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > злоба

См. также в других словарях:

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Αραβικός Σύνδεσμος — (League of Arab States). Οργάνωση των αραβικών κρατών που ιδρύθηκε το 1945 για να εκφράσει την πολιτική και πνευματική ενότητα των Αράβων. Από την εποχή που οι Άραβες απαλλάχτηκαν από τον οθωμανικό ζυγό, κατεύθυναν την πολιτική τους για την… …   Dictionary of Greek

  • Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»